DEMI LEYLAHA: ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
Καθόταν στη προβλήτα του λιμανιού. Κοιτούσε τα κύματα που ήταν ήρεμα και ρυθμικά. Σκεφτοταν πως στον τόπο του τα μόνα κύματα που αντικριζε ήταν αυτά που σχηματιζονταν στους λόφους από άμμο. Εκεί όλα έμοιαζαν να είναι σταθερά. Ο χρόνος ήταν σαν να κυλουσε πολύ αργά. Είχε συνέχεια ένα τεράστιο και ζεστό ήλιο που τους ανάγκαζε να διψάνε για ζωή. Μέχρι που μια αμμοθύελλα τάραξε τα πάντα. Ήταν ο πόλεμος. Τους ανάγκασε να φύγουν.
Τώρα όμως ήταν εδώ. Σε μια άλλη χώρα με έναν άλλο ήλιο. Αναρωτιόταν αν όλο αυτό το θαλασσί του το χρωστούσε η ζωή!
Προχωραγε με μικρά, ήσυχα βήματα ενώ απομακρυνοταν από τους άλλους ανθρώπους. Ήθελε να μείνει για λίγο μόνος του. Έπρεπε να σκεφτεί πώς θα ζήσουν από δω και το εξής. Δεν ήξερε, ακόμα δε γνώριζε, ομως δεν απελπιζοταν. Συνέχιζε να προχωράει μέχρι που βρέθηκε στην άκρη του μωλου.
Από τη μια πλευρά του μωλου η θάλασσα ήταν άγρια, ανοιχτή και σκούρα. Στην άλλη πλευρά του όμως το νερό ήταν σταθερό και ρηχό, σχεδόν καθρεφτιζοταν η φιγούρα του. Τότε, σαν μια λεπτή αλλά δυνατή δέσμη φωτός, αισθανόταν τη σκέψη του καθαρή. Ένιωθε τον αέρα να τυλίγεται γύρω του,να δένει τις ανησυχίες του και καθώς έφευγε τις κουβαλούσε μαζί του.
Έκανε τόσα βήματα, διήνυσε μίλια και χιλιόμετρα και η ελευθερία του ήταν εκεί όπου μπορουσε να νιώθει ασφαλής. Βρεθηκε να περπατά σ αυτο το κομμάτι γης ανάμεσα στην θάλασσα προσπαθώντας να υποτασσει τον φόβο. Πώς αλλιώς άλλωστε μπορεί να αναπνεύσει ο άνθρωπος!
Πώς αλλιώς να καταφέρνει να στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό! Κι αν η άγρια θάλασσα του έπνιξε κομμάτια ζωής ήλπιζε πως στην άλλη μεριά του μωλου τα νερά θα είναι καλά μαζί του. Ένα λεπτό έφτανε για να δει το είδωλό του και να νιώθει πως είναι εδώ, ζωντανός. Ένα λεπτό γαλήνης αρκούσε για να δει στο νερο τα όνειρα του να γίνονται υγρό στοιχείο και να κυλάνε σαν την ίδια τη ζωή.
Ο Ήλιος άρχιζε να ανατέλλει κι ο ουρανός να παίρνει αποχρώσεις πορτοκαλί και μπλε. Τα φώτα στα απέναντι χωριά να τρεμοπαίζουν ενώ επέστρεφε σιγά σιγά στην οικογένεια του. Στη μέση της διαδρομής κοντοσταθηκε. Έβαλε τα άγρια χερια του μέσα στην τσέπη του παντελονιού του βγάζοντας μια πέτρα . Ήταν απ τη πατρίδα του. Την κρατουσε στην χούφτα του σαν φυλαχτό και την χάιδευε απαλά. Την φίλησε και με μια δυναμική κίνηση αποχαιρετισμού την πέταξε στη θάλασσα. Στάθηκε να την παρατηρεί καθώς βυθιζόταν. Μαζί με αυτήν βυθίστηκε στη σκέψη πως ήταν άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Πατρίδα του ήταν όπου μπορούσε να ζει με την οικογένεια του, μια ζωή χωρίς τρόμο.
(PHOTO CREDIT: DEMI LEYLAHA)
Αmis
Τέλειο!!