ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ: ΤΟ ΚΛΑΔΙ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ
Μέσα σε πυκνή ομίχλη που είχε στοιχειώσει το δάσος, μια καταχνιά στην οποία δεν βλέπεις στο ένα μέτρο, ο Πήτερ και η Ελίζαμπεθ έτρεχαν με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει. Και δεν τους είχαν απομείνει πολλές αφού έτρεχαν γύρω στο εικοσάλεπτο χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους, μόνο μπροστά τους κοιτούσαν με παρατεταμένα χέρια ελέγχοντας τον χώρο για να μην πέσουν σε κάποιο κορμό δέντρου και τους σταματήσει την φόρα. Δεν φορούσαν παπούτσια, ούτε κάλτσες, είχαν φύγει άρον άρον από το πανέμορφο διώροφο σπίτι δίπλα στο δάσος, με την γκρι στέγη και τον περιποιημένο κήπο. Τα πόδια τους είχαν αρχίσει να πονάνε φριχτά αλλά ήταν μουδιασμένα σαν ξύλα και δεν τα ένιωθαν. Μόλις είχε ξημερώσει μια δροσερή ανοιξιάτικη ημέρα του Μαΐου, που είχε όλα τα φόντα να είναι ξέγνοιαστη όπως τα περισσότερα Σάββατα στο γραφικό Μπίμπουρι στην επαρχία του Γκλούστερσαιρ. Τα παιδιά μαζεύονταν στους μεγάλους κήπους με τόνους πρασίνου να γεμίζουν τα μάτια τους ευτυχία, με τα λουλακί λουλούδια να πλημμυρίζουν την κάθε αφαιρετική στιγμή του παιχνιδιού με τα φουσκωμένα σύννεφα να συνεπαίρνουν κάθε θυμό και να τον μετουσιώνουν σε αερικό άπιαστο και άγευστο.
Τα δυο παιδιά σταμάτησαν για ανάσες, διπλώθηκαν στα δύο πιάνοντας την κοιλιά τους για να σταματήσει ο σφάχτης, κοιτάχτηκαν στα μάτια με αγωνία χωρίς να μιλήσουν αλλά το βλέμμα και των δυο τα έλεγε όλα, τι κάνουν τώρα; Τα μάγουλα τους κατακόκκινα, τα μαλλιά τους αλαφιασμένα, οι παιδικές πιτζάμες τους το μόνο στοιχείο που θύμιζε μια αθωότητα που κατά τα άλλα είχε χαθεί προ καιρού. Από τότε που ο πατέρας του Πήτερ πρωτοχτύπησε την μητέρα του, είχε χαθεί κάθε αθωότητα μέσα του. Στο χωριό όλοι το ήξεραν ότι ο Τόμας ήταν ένας μεθύστακας, από το πρωί έπινε ασταμάτητα και χάνονταν μέσα στο αλκοόλ, η καλύτερη περίπτωση ήταν να λιποθυμήσει πριν καν φτάσει σπίτι, όταν δε έφτανε σπίτι ήταν τόσο θυμωμένος που δεν άντεχε ούτε τον εαυτό του. Έβγαζε την δερμάτινη ζώνη και όλο του το μίσος το μετέφερε στο κορμί της. Λες και το ίδιο του λουρί μισούσε την χλωμή γυναίκα. Τα σημάδια στην πλάτη της Κάρεν δεν μπορούσαν να επουλωθούν. Ήταν πλέον τόσο συχνός ο ξυλοδαρμός που επάνω στα παλιά σημάδια δημιουργούνταν καινούργια και οι πληγές βάθαιναν, όχι μόνο στο κορμί της αλλά και στην ψυχή της. Η Κάρεν ήταν μια γυναίκα ισχνή, μικροκαμωμένη και αδύναμη σε αντίθεση με την δύναμη της ψυχής της που ούτε η ίδια χρειάστηκε ποτέ να μάθει , όμως το γνώρισε καλά όταν χρειάστηκε να σώσει, σύμφωνα με την συντηρητική λογική που την μεγάλωσε η οικογένειά της, τον γάμο της. Δεν ήθελε να το μάθει κανείς ότι ο άντρας της την ξυλοκοπούσε, είχε πιστέψει στο όνειρο της μονιασμένης οικογένειας, της αγάπης. Υπάρχουν όμως μάτια που δεν τα ξεγελάς, που δεν μπορείς να κρύψεις την εξαθλίωση που ζεις, ακόμη και όταν δεν τύχαινε να ακούσουν τον ξυλοδαρμό, έβλεπαν την θλίψη στα μάτια της, έβλεπαν την συντριβή της . Όταν τα παιδιά άκουγαν τις κραυγές της μάτωνε η ψυχή τους, έκλαιγαν πνιχτά γιατί δεν έπρεπε να ακουστούν. Ο Τόμας είχε σηκώσει χέρι και σε αυτά, η Κάρεν είχε ικετέψει να μην τα ακουμπήσει , για αυτά είχε το θάρρος να μιλήσει, για αυτά θα έκανε τα πάντα ακόμη να κάτσει και να την σκοτώσει, αλλά γι’ αυτήν ποτέ. Δεν είχε το σθένος να τον αντικρούσει, ο ξυλοδαρμός είχε αρχίσει να τις γίνεται συνήθεια, είχε αρχίσει να νιώθει πως το άξιζε. Σε τέτοιο σημείο αυτοτιμωρίας την είχε φτάσει, που αποδέχτηκε τον ρόλο του έρμαιου. Ένιωθε σαν ένα κομοδίνο, σαν ένα άψυχο πράγμα που το χτυπάς όταν πέφτεις επάνω του, που ακουμπάς ότι σου περισσεύει. Η Κάρεν δεν ένιωθε τίποτα πλέον, κανέναν πόνο σωματικό. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν τα παιδιά της και το τι θα πει ο κόσμος αν χώριζε.
Σάββατο ξημερώματα και ο Τόμας γύρισε όπως πάντα έτοιμος για να βγάλει όλη την κτηνωδία που είχε φωλιάσει στα σωθικά του. Η Κάρεν ήταν έτοιμη αλλά ο Τόμας δεν άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Σκέφτηκε μήπως είχε λιποθυμήσει στο μπάνιο και δεν σηκώθηκε, μέχρι που άκουσε την φωνή της Ελίζαμπεθ να εκλιπαρεί τον πατέρας της να φύγει μακριά τους. Δεν έχασε δευτερόλεπτο και σηκώθηκε από το κρεβάτι της, έτρεξε στο δωμάτιο των παιδιών μη γνωρίζοντας πως να σταματήσει το κακό. Την στιγμή που έβγαζε την ζώνη του, η Κάρεν του φώναξε να σταματήσει αλλά ούτε καν της έδωσε σημασία. Η Ελίζαμπεθ μαζεύτηκε στην άκρη, ανήμπορη να αντιδράσει, ο Πήτερ πήδηξε από το κρεβάτι επάνω του για να τον καθυστερήσει αλλά τι να κάνει ένα δεκάχρονο παιδί . Η Κάρεν κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, πήγε στην κουζίνα και άρπαξε το πιο μυτερό και μακρύ μαχαίρι που είχε, αυτό που έκοβε το κρέας, ένα μαχαίρι για το γουρούνι που άφηνε να ζει στο σπίτι της. Μέχρι να ανεβεί επάνω στα δωμάτια η Ελίζαμπεθ είχε φάει ήδη μια ζωναριά στο πρόσωπο και στα χέρια της που προστάτευαν το πρόσωπό της. Η Κάρεν είχε θολώσει, του είπε να μην αγγίζει τα παιδιά, τώρα θα το μετανιώσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον κάρφωσε πισώπλατα, όπως άξιζε σε έναν άνανδρο και σιχαμένο ανθρωποειδές. Τα παιδιά σάστισαν, η ίδια έμεινε ψύχραιμη και φώναξε στα παιδιά να τρέξουν όσο πιο δυνατά μπορούν.
Παίρνοντας τις ανάσες τους διαπίστωσαν πως δεν ήξεραν από ποιον έτρεχαν να κρυφτούν, μόλις είχαν χάσει την μητέρα τους. Η πλάση όλη είχε μαύρο χρώμα. Το μόνο που είχαν ήταν ο ένας τον άλλον. Πιθανότατα θα κατέληγαν σε κάποιο ορφανοτροφείο, σκέφτηκαν και οι δύο. Η μητέρα τους φυλακή, ο Τόμας δολοφονημένος…
Οι παιδικές σκέψεις είναι οι πιο απλές και ουσιαστικές συνήθως, ο Πήτερ και η Ελίζαμπεθ σταμάτησαν να τρέχουν, γύρισαν πίσω να σταθούν στο πλάι της μητέρας τους, όποιο και να ήταν αυτό που έπρεπε να κάνουν, όποιο θα διάλεγε η μητέρα τους είτε να τον εξαφανίσει ή να παραδοθεί, θα ήταν δίπλα της. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος.
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ
PHOTO CREDITS: ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ