ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ: Η ΑΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

O Masao ήταν ένα αγόρι συνεσταλμένο, ντροπαλό και πανέξυπνο. Από μικρό του άρεσαν οι πλανήτες, διάβαζε τα πάντα γύρω από το σύμπαν, το ηλιακό σύστημα, τα άστρα … τον μάγευαν τα άστρα, πως γεννιούνται, πως πεθαίνουν, ο κύκλος ζωής τους. Τον εξίταρε  το μυστικό του χάους, η πηγή της ζωής ο ήλιος, η ισορροπία της νύχτας η σελήνη.  Κάθε τι κρυπτογραφημένο και αρχαίο, κάθε τι παραδοσιακό που συναντούσε το σύγχρονο, κάθε μυστήριο γύρω του τον προσκαλούσε να το αποκαλύψει. Τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης του δεν μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες με αυτόν, ένιωθε ξένος με τα ενδιαφέροντα που τους απασχολούσαν. Ήταν προικισμένος αναμφίβολα, του το έλεγαν όλοι, κέρδιζε σε όλους τους μαθηματικούς διαγωνισμούς, στην ρομποτική δε ήταν μεγαλοφυΐα.  Αλλά τίποτα από αυτά δεν τον γέμιζε.  Παρόλο που προκαλούσε τον θαυμασμό των γονιών του και όλων των φίλων τους, ο Masao ένιωθε μόνος του. Κανείς δεν ήθελε μια ιδιοφυΐα για παρέα. Δεν είχε χιούμορ, δεν καταλάβαινε τον χιούμορ των άλλων και δεν τον συμπαθούσε πραγματικά κανένα κορίτσι ή αγόρι. Ακόμη και με αυτή που είχαν ένα γεια που και που, ένιωθε πως του το έλεγε από την καλή της καρδιά και την λύπηση που της προκαλούσε. Ήταν θλιμμένος, ένιωθε μια ατελείωτη μοναξιά εκεί στην κορυφή μαζί με τα μετάλλια του, που άρχισε να τα απεχθάνεται. Ένιωθε πως αυτά φταίνε για το ότι βρισκόταν στο περιθώριο. Η τύχη του να είσαι έξυπνος ήταν ευχή και κατάρα.

Έτσι πέρασαν και τα υπόλοιπα μαθητικά χρόνια του Masao, απελπιστικά μοναχικά. Η στασιμότητα του χρόνου που ένιωθε τον οδηγούσε πάντα στο να φτιάχνει, να δημιουργεί. Στις κατασκευές. Έτσι ένιωθε ζωντανός. Στο υπόγειο της μονοκατοικίας που ζούσε, είχε φτιάξει τον δικό του παράδεισο. Ο περιβάλλον  χώρος ήταν γεμάτος χρώματα, το πάτωμα ήταν άσπρο, οι τοίχοι διαφορετικού χρώματος ο καθένας, ένα κόκκινο μεγάλο τραπέζι δέσποζε στο κέντρο  και όλα τα εξαρτήματα που είχε ήταν σε ράφια τακτοποιημένα σε απόλυτη τάξη. Αριθμημένα και κωδικοποιημένα για να μπορεί να τα βρίσκει ανά πάσα στιγμή, τα κατηγοριοποιούσε μόλις του τα αγόραζαν. Δεν ζητούσε μόνο αυτά που έλειπαν, ήθελε να έχει υλικό από ό,τι θα μπορούσε ποτέ να του χρειαστεί. Μια τεράστια αποθήκη είχε δημιουργηθεί στο υπόγειο της μονοκατοικίας, πλουμισμένη με φώτα σε διάφορα χρώματα και παρ’ όλο που είχε τρείς φεγγίτες από όπου έμπαινε φως στο υπόγειο, ο Masao επέμενε να μπουν φωτιστικά επιδαπέδια αλλά και κρεμαστά. Το καθένα είχε ξεχωριστή σημασία για αυτόν, τα άναβε ανάλογα με την διάθεση του ή το πώς ξυπνούσε μέσα του το κάθε ένα φώς την έμπνευση του, ανάλογα την ημέρα και πόση συγκέντρωση του έλειπε.

Οι γονείς του δύο βαθιά δεκτικοί άνθρωποι προσπαθούσαν να του προσφέρουν τα πάντα. Η μητέρα του δούλευε στην βιομηχανία ηλεκτρονικών του Κιότο, με εξαντλητικά ωράρια και χωρίς άδεια για να αυξάνει το ετήσιο εισόδημά της.  Ο πατέρας του δούλευε στον εθνικό κήπο. Πολλές φορές τον έπαιρνε μαζί του την άνοιξη, ήταν η αγαπημένη του βόλτα. Υπήρχε μια κερασιά σε περίοπτη θέση  που λάτρευε ο Masao. Καθόταν με τις ώρες στις ρίζες της όταν βρισκόταν σε ανθοφορία και την παρατηρούσε. Παρατηρούσε πως όταν το αεράκι χάιδευε τα λουλούδια της  θύμωνε και έλουζε το χώμα με ροζ μπουμπούκια. Παντού υπήρχε ροζ απόχρωση ακόμη και στον ατμόσφαιρα, ήταν ονειρικά μοναδικό θέαμα να την βλέπεις την μια να αντιστέκεται και την άλλη να υποκύπτει στις καιρικές συνθήκες της άνοιξης. Άλλοτε βροχή άλλοτε άνεμος, η κερασιά παρέμενε ανθισμένη, λες και τίποτα δεν μπορούσε να την σταματήσει από τον στόχο της να ανθίσει. Ήταν προγραμματισμένη από την φύση, από έναν αναπόσπαστο κώδικα εξέλιξης να στέκεται όρθια και πανέμορφη, πηγή ζωής και έμπνευσης. Καθώς ξεκουραζόταν κάτω από την κερασιά άκουγε βιολιά να συντροφεύουν την σκέψη του και ο νους του γαλήνευε ταξιδεύοντας σε κόσμους νέους, διαφορετικούς, πρωτοποριακούς . Τον διαπερνούσε ρίγος κάθε που φανταζόταν πως θα μπορούσε να είναι παράγοντας διαμόρφωσης αυτού του κόσμου,  να τον ευγνωμονούν για τα επιτεύγματά του. Τότε ήταν που έβαλε και τον δικό του στόχο. Ο στόχος ήταν να χαρίσει συντροφιά σε όλους τους μοναχικούς ανθρώπους. Ο σκοπός να γίνει επιτέλους αποδεκτός. Το έβλεπε ξεκάθαρα πλέον και τίποτα δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει … άλλωστε του ήταν φανερό πως πλήρωνε το τίμημα προκαταβολικά τώρα για να δικαιωθεί αργότερα.

Το σχέδιο του είχε ως εξής : κανένα παιδί  ή ηλικιωμένος δεν θα ένιωθε ξανά μόνος, παρατημένος, μη αποδεκτός, μη αγαπητός, χωρίς φροντίδα … ξεχασμένος. Το ρομπότ που θα έφτιαχνε θα στεκόταν δίπλα στους ανθρώπους, πέρα από βοηθός τους θα ήταν φίλος και αδερφός. Θα νοιαζόταν παραπάνω και από μητέρα και από πατέρα, θα ήταν η προτεραιότητα του. Σε όλη του την ζωή, θα ήταν στήριγμα… ο ψυχαναλυτής τους, ο εξομολογητής τους, η γνώση τους,  ο μέντοράς τους. Ο θάνατος του ιδιοκτήτη θα σήμαινε και την απενεργοποίηση του. Όσα έμαθε για αυτόν, όσα έζησαν μαζί, όσα μυστικά καταγράφηκαν στον σκληρό του δίσκο, όσα μοιράστηκαν θα σβήνονταν μαζί με τον τέλος του ιδιοκτήτη του. Προγραμματισμένο να ζει, όσο ζει ο ιδιοκτήτης του. Αφοσιωμένο και πιστό μέχρι και τον θάνατο.

Ο Masao ένιωσε υπερήφανος και μόνο για την σύλληψη της ιδέας, έκλεισε τα μάτια, μύρισε την άνοιξη, πήρε μια βαθιά ανάσα γεμάτη λουλούδια και σιγά σιγά, άνοιξε τα μάτια του. Πιο σταθερός από ποτέ, ένιωσε τα δαιμόνια στα μάτια του να του αλλάζουν μορφή, λαμπύριζαν εμμονικά.  Κοίταξε το φως, σηκώθηκε ήρεμα, περπάτησε στο πλακόστρωτο μονοπάτι  και ζήτησε από τον πατέρα του να γυρίσει σπίτι νωρίτερα από ότι είχαν συμφωνήσει.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ & PHTO CREDITS: ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ

 

More in STRANGE PEOPLE, Uncategorized
ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΑΝΟΙΧΤΟ

Κράτησε το παράθυρο ανοιχτό κι ας ήταν μέσα του χειμώνα και...

Close