ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ: ΣΕ ΟΜΟΚΕΝΤΡΗ ΤΡΟΧΙΑ
Κινείσαι συνεχώς, απαρέγκλιτα, ασταμάτητα – πιστεύεις αιώνια – αλλά τα συμβάντα σε διαψεύδουν… σε έναν φαύλο κύκλο που έχει ένα κέντρο. Σε μια τάξη οριοθετημένη, ανάμεσα στα κενά των κύκλων τίποτα, φρόντισε να γεμίσεις τα κενά. Δε θα σου δίνεται η ευκαιρία για πάντα.
Βρισκόταν στον δρόμο, πίστευε πως επέστρεφε αλλά το ταξίδι του μόλις ξεκινούσε.
Ήταν άντρας πολύ ψηλός, γεροδεμένος, αρκετά μελαχρινός και με άδειο βλέμμα, τον χαρακτήριζαν πάντα ως σοβαρό, τον στιγμάτιζε πάντα η εμφάνιση του – ουσιαστικά σχεδόν κανείς δεν έβλεπε πέρα από αυτό. Τίποτα δεν μαρτυρούσε τον εσωτερικό του κόσμο, ανίκανος να πειράξει μυρμήγκι και να χαλάσει καρδιά, προκαλούσε φόβο μόνο με την παρουσία του.
Φανάρι κόκκινο και βρίσκεται σταματημένος, κοιτάει μπροστά στο τίποτα, αφηρημένα. Είναι φθινόπωρο και ο αέρας αρκετός, ετοιμαζόταν μπουρίνι και η μυρωδιά της βροχής έντονη. Την προσοχή του τραβάει ένα φύλλο που συντονίζεται με την μουσική που τυχαία παίζει στο ράδιο – μόνο του – «κάτι λείπει σε αυτήν την αρμονία» σκέφτηκε. Είναι χωρίς παρτενέρ .
-Είμαι χωρίς παρτενέρ-
Φανάρι πράσινο και πρέπει να ξεκινήσει αλλά δεν θέλει. Χρειάζεται και άλλο χρόνο για να παρατηρήσει την σύμπτωση της στιγμής, για πόσο ένα φύλλο μπορεί να χορεύει μόνο του; Για πόση ώρα μπορεί να είναι ευτυχισμένο χωρίς παρέα; Θέλει να βρίσκεται εκεί, κρυφή ανάγκη να παραταθεί ο χρόνος … όμως τα αυτοκίνητα πίσω του κορνάρουν… επιστροφή στην πραγματικότητα. Ξεκινάει και ας μην θέλει, αναστενάζει, συνεχίζει.
Στρίβει στην επόμενη στροφή δυναμώνοντας τη μουσική, η μοναξιά ένιωθε να τον κατακλύζει και η μουσική φάνηκε να είναι το καλύτερο μπάλωμα της στιγμής παρόλα αυτά η σκέψη έτρεχε στα δικά της μονοπάτια.
– Γιατί ποτέ δεν έκανα κάτι για αυτό; Γιατί αφέθηκα στην τύχη μιας γνωριμίας που δεν συνέβη ποτέ; Γιατί δεν διεκδίκησα την ευτυχία μου; Νιώθω όμηρος της μοίρας μου.
Ξάφνου η περηφάνια του, μεταμορφώθηκε σε απληστία. Απληστία που ένιωσε πως έδειξε απέναντι στον χρόνο.
Ο δρόμος άδειος, χτυπάει το κινητό του, έχει νέο μήνυμα, ποιος τον σκέφτηκε άραγε; Χάρηκε! -Θα ανοίξω να το δω.
Βλέπει ένα γυναικείο όνομα που δεν το ήξερε, συνοφρύωσε τα φρύδια με περιέργεια κούνησε το κεφάλι προς τα πίσω έντονα και το άνοιξε. Ξαναστρέφει τα μάτια του στον δρόμο για ένα δευτερόλεπτο.
-Φρεεεενοοοο, σταμάτα ρημάδι! Σταμμαααταααα!!! Τι συμβαίνει; Πως δεν την είδα;
Κοκάλωσε το αυτοκίνητο λίγα μέτρα από όσο θα έπρεπε. Κοκάλωσε και ο ίδιος, δεν ήθελε να βγει από το αυτοκίνητο, δεν ήθελε να μάθει την συνέχεια, τώρα θέλει να επιστρέψει ο χρόνος πίσω για κάποια δεύτερα. Ο χρόνος είναι αμείλικτος όμως, δεν χαρίζεται σε κανέναν.
– Θεέεεεεε μου τι έγινε; Τι έεεεκανα ;;;; Όχι , όχι, όχι δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό!!
Γιατί σε εμένα; φώναζε το είναι του, έπιασε τα αυτιά του με τα δύο του χέρια, και μία πνιχτή κραυγή ακούστηκε που κάλυπτε και την ένταση της μουσική που έπαιζε στο ράδιο. Βγαίνει από το αυτοκίνητο αλλά σαν να είχε βαρίδια στα πόδια του, δεν τα αισθάνονταν , το σώμα του ήταν νεκρό.
-Ας μην είναι νεκρή, ας μην είναι νεκρή. Θεέ μου… ψέλλισε.
-Ας μην είναι νεκρή σε παρακαλώ!! Φώναξε… «ένα ασθενοφόρο, ένα ασθενοφόρο! Με ακούει κανείς;».
Άρχισε να βρέχει δυνατά, θολώνουν τα μάτια του, τώρα τρέχει, τρέχει στην διασταύρωση να φτάσει στην κοπέλα που βρισκόταν στην άσφαλτο, ένα μαύρο επιβατικό κάνει το ίδιο , τρέχει, ο «μαύρος δαίμονας» γλιστράει …
…και ο χρόνος παγώνει.
Τέλος πρώτου μέρους
(ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ PHOTO CREDITS: ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ)